ὀπτίλ(λ)ος

ὀπτίλ(λ)ος
ὀπτίλ(λ)ος
See also: s. ὀφθαλμός

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Οπτιλλέτις — Όπτιλλέτις και Όπτιλέτις και Ὀπτιλῑτις, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Λακεδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλ(λ)ος «μάτι» + επίθημα έτις (πρβλ. οφειλ έτις). Ο τ. Ὀπτιλῖτις < ὀπτίλος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • ορκίλλομαι — ὁρκίλλομαι (Α) δίνω μάταιους, κενούς όρκους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση τού τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο *ὁρκιλ(λ)ος (πρβλ. οπτίλ[λ]ος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”